πειρασμός

πειρασμός
ο
1. αυτός που προκαλεί έντονη επιθυμία: Αυτά τα γλυκά είναι πειρασμός.
2. μτφ., ο διάβολος, ο σατανάς.
3. αυτός που θέλει να πειράζει, το πειραχτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πειρασμός — trial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… …   Dictionary of Greek

  • πειρασμοῖς — πειρασμός trial masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμοί — πειρασμός trial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμοῦ — πειρασμός trial masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμούς — πειρασμός trial masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμῶν — πειρασμός trial masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμῷ — πειρασμός trial masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασμόν — πειρασμός trial masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lord's Prayer — For alternative meanings, see: Lord s Prayer (disambiguation), Our Father (disambiguation), and Pater Noster (disambiguation). The Sermon on the Mount by Carl Heinrich Bloch The Lord s Prayer (also called the Pater Noster[1] …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”